ἐγκατακλείω

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατακλείω Medium diacritics: ἐγκατακλείω Low diacritics: εγκατακλείω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: enkatakleíō Transliteration B: enkatakleiō Transliteration C: egkatakleio Beta Code: e)gkataklei/w

English (LSJ)

   A shut up in, enclose, τινὰ τῷ νεῷ Alex.40.3, cf. Arist.Pr.937a29; τὸ θερμὸν Thphr.CP5.13.2:—Pass., Hp.Acut.16, Arist.Mete.378a29.

German (Pape)

[Seite 705] (s. κλείω), darin einschließen; ἐγκατέκλεισέ θ' αὑτὸν τῷ νεῷ Alexis Ath. XIII, 606 a; Hippocr.; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακλείω: κατακλείω ἐντός, ἐγκλείω, τινὰ τῷ νεῷ Ἄλεξ. παρ’ Ἀθην. 606Α, Ἀριστ. Πρβλ. Γ. 26. ― Παθ., Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 385, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

1 encerrar αὑτὸν τῷ νεῷ Alex.41.3, τὸ θερμόν Arist.Pr.937a29, cf. Thphr.CP 5.13.2, τὸν ἀτμόν Thphr.Ign.43, τὸ δ' ἀκμάζον καὶ χρήσιμον ... τῷ περιτειχίσματι I.BI 6.415, λέοντα καὶ πίθηκον καὶ ὄφιν D.C.79.11.3
fig. τῇ ψυχῇ τὴν ὀδύνην ἐγκατακλείουσαι Gr.Nyss.V.Macr.400.1
en v. pas. οἷσι γὰρ σῖτος ... ἐγκατακέκλεισται a quienes el alimento sólido les ha quedado retenido en el intestino, Hp.Acut.16, cf. Epid.4.14, τὸ πῦρ ἐγκατακλειόμενον Hp.Vict.1.9, ἀναθυμίασιςἀτμιδώδης ἐγκατακλειομένη la exhalación de vapor húmedo encerrado Arist.Mete.378a29, cf. GA 735b23, PA 672a32, Pr.878b8, ἐγκατακέκλεισται ὁ καπνὸς ἐν αὐτοῖς (ἄνθραξι) Thphr.Ign.75, cf. Ph.2.162, Plu.2.691f, οἱ ἐγκατακεκλεισμένοι los sitiados D.S.19.61
fig. encarcelar en v. pas., de las almas ἐγκατακλείεσθαι τοῖς σώμασιν Corp.Herm.Fr.23.33.
2 ensartar en v. pas. τοῖς ὅρμοις καὶ τοῖς περιδεραίοις ἐγκατακλειόμενοι ἀμέθυστοι Clem.Al.Paed.2.12.118.

Greek Monolingual

ἐγκατακλείω (AM)
κλείνω κάτι καλά μέσα σε κάτι άλλο.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατακλείω: замыкать, запирать (ἐ. τι καὶ κωλύειν ἐξιέναι Arst.): ἐγκατακλεισθείς Plut. будучи заперт.