ἐκνεάζω
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
A grow up afresh, σπόρος κατ' ἔτος ἐκνεάζων Luc.Am. 33. II replace from fresh crop, PAmh.2.147.9(iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 770] jugendlich aufwachsen, Luc. Amor. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνεάζω: φύομαι ἐκ νέου, γίνομαι πάλιν νέος, σπόρον δὲ πυροῦ καὶ κριθῆς εἶδον … κατ’ ἔτος ἐκνεάζοντα Λουκ. Ἔρωτες 33.
Spanish (DGE)
1 intr. renacer σπόρος ... κατ' ἔτος ἐκνεάζων Luc.Am.33.
2 tr. reponer (ἀρτάβας) ἅσπερ ... ἐκνεάσας ἀποκαταστήσω ἐκ νέων καρπῶν artabas que devolveré reponiéndolas de la nueva cosecha, PAmh.147.9 (IV/V d.C.)
•renovar en v. pas. τὰ στοιχεῖα Simp.in Cael.98.11.
Greek Monolingual
ἐκνεάζω (Α)
1. ξαναφυτρώνω
2. αποδίδω από τη νέα σοδειά τον σπόρο που δανείστηκα.
Russian (Dvoretsky)
ἐκνεάζω: (воз)обновляться, вырастать заново (σπόρος κατ᾽ ἔτος ἐκνεάζων Luc.).