ἔκπεμψις

From LSJ
Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπεμψις Medium diacritics: ἔκπεμψις Low diacritics: έκπεμψις Capitals: ΕΚΠΕΜΨΙΣ
Transliteration A: ékpempsis Transliteration B: ekpempsis Transliteration C: ekpempsis Beta Code: e)/kpemyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sending out or forth, στρατιᾶς Th.4.85, cf. SIG 285.8.    2 emission, expulsion, πνεύματος Gal.UP6.2.

German (Pape)

[Seite 771] ἡ, die Aussendung. Thuc. 4, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπεμψις: -εως, ἡ, ἀποστολή, στρατιᾶς Θουκ. 4. 85.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἐκπέμπω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 envío c. gen. obj. ἡ μὲν ἔ. μου καὶ τῆς στρατιᾶς ὑπὸ Λακεδαιμονίων Th.4.85, τῶν ἀναιρησόντων I.AI 9.53
envío en una misión ἐκύρωσε νόμῳ τὴν ἔκπεμψιν τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.34
despido, evacuación de una guarnición que ocupaba la ciudad IEryth.21.8 (IV a.C.).
2 fisiol. expulsión ἐκ τοῦ πλεύμονός τε καὶ εἰς τὸν πλεύμονα τήν θ' ὁλκὴν τοῦ πνεύματος ἡ καρδία καὶ αὖθις τὴν ἔκπεμψιν ποιεῖται Gal.3.414.
3 sent. dud., prob. ofrecimiento, consagración de panes, Clem.Al.Strom.6.4.37.

Greek Monolingual

ἔκπεμψις, η (AM)
1. αποστολή σε ξένη χώρα
2. (για το Άγιο Πνεύμα) η εκπόρευση
αρχ.
εξαγωγή.

Greek Monotonic

ἔκπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή προς τα έξω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπεμψις: εως ἡ отсылка, отправка (τῆς στρατιᾶς ὑπὸ Λακεδαιμονίων Thuc.).