ἑξάχειρ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A six-handed, Luc.Herm.74, Tox.62:— also ἑξά-χειρος, ον, Ps.-Callisth.3.28.
German (Pape)
[Seite 874] ειρος, sechshändig, Luc. Hermot. 74 Tox. 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἓξ χεῖρας ἔχων, Λουκ. Ἑρμ. 74, Τόξαρ. 62.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
à six mains.
Étymologie: ἕξ, χείρ.
Spanish
Greek Monolingual
ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει έξι χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ].
Greek Monotonic
ἑξάχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάχειρ: χειρος adj. шестирукий (Γηρυών Luc.).