ἐξέρομαι

Revision as of 20:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Ion. ἐξείρομαι, fut. -ερήσομαι: aor. 2 -ηρόμην, inf. -ερέσθαι:    1 c. acc. rei, inquire into a thing, Διὸς ἐξείρετο βουλήν Od. 13.127; so also ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι . . τί νῦν κυρεῖ will inquire concerning him, what he is now about, S.Ph.439.    2 c. acc. pers., inquire of, Ζῆν' ὕπατον . . ἐξείρετο Il.5.756; ἦ τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ' ὅπου; S.Aj.103; ἐ. καὶ προσέειπε Il.24.361.—Ion. pres. ἐξείρομαι A.R.3.19: in Hom. more freq. ἐξερέω, ἐξερεείνω, ἐξερέομαι.

German (Pape)

[Seite 878] (s. ἔρομαι) , praes. nur ion. ἐξείρομαι, Ap. Rh. 3, 19 (s. oben u. vgl. ἐξερέω); Hom. impf. ἐξείρετο; fut. ἐξερήσομαι, Soph. Phil. 437; sonst aor . ἐξηρόμην; ausfragen, ausforschen; Διὸς ἐξείρε το βουλήν Od. 13. 127. öfter; Soph. Ai. 103; τινά, Il. 5, 756. 24, 361; τινός, Soph. a. a. O., über Einen, oder nach. Einem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέρομαι: Ἰων. -είρομαι: μέλλ. -ερήσομαι: ἀόρ. β΄ -ηρόμην: ἀπαρ. -ερέσθαι: Ἀποθ.: 1) μετ’ αἰτ., πράγματος, Διὸς δ’ ἐξείρετο βουλήν, ἐζήτησε τὴν συμβουλὴν τοῦ Διὸς, Ὀδ. Ν. 127· οὕτω καί, ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι... τί νῦν κυρεῖ, περὶ ἀνθρώπου οὐχὶ λόγου ἀξίου θὰ σὲ ἐρωτήσω τί κάμνει τώρα, Σοφ. Φιλ. 439. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, Ζῆν’ ὕπατον... ἐξείρετο καὶ προσέειπε Ἰλ. Ε. 756· ἐξήρου μ’ ὅπου (ἐνν. ἐστὶν ἐκεῖνος) Σοφ. Αἴ. 103: ― ἀπολ., Ἰλ. Ω. 361. ― Ἰων. ἐνεστ. ἐξείρομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 19: παρ’ Ὁμ. συνηθέστερα τὰ ῥήματα, ἐξερέω, ἐξερεείνω, ἐξερέομαι. ― Συγγενὲς τῷ ἐξερεείνω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξειρόμην, f. ἐξερήσομαι, ao.2 ἐξηρόμην;
questionner, interroger : τινα qqn ; τινος chercher à savoir au sujet de qqn ; τι chercher à connaître qch.
Étymologie: ἐξ, ἔρομαι.

Greek Monolingual

ἐξέρομαι, ιων. τ. ἐξείρομαι (Α) έρομαι
1. ζητώ τη γνώμη ή τη συμβουλή κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», Ομ. Οδ.)
2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον.

Greek Monotonic

ἐξέρομαι: Ιων. -είρομαι· μέλ. -ερήσομαι, αόρ. βʹ -ηρόμην, απαρ. -ερέσθαι· αποθ.,
1. ρωτώ και παίρνω πληροφορίες για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. ρωτώ να μάθω για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέρομαι: Hom., Soph. = ἐξερεείνω.