ἐρημοφίλης

From LSJ
Revision as of 21:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημοφίλης Medium diacritics: ἐρημοφίλης Low diacritics: ερημοφίλης Capitals: ΕΡΗΜΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: erēmophílēs Transliteration B: erēmophilēs Transliteration C: erimofilis Beta Code: e)rhmofi/lhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A loving solitude, AP9.396(Paul. Sil.), APl.4.256.

German (Pape)

[Seite 1027] ὁ, die Einsamkeit liebend, Paul. Sil. 72 (IX, 396); Ep. ad. 236 (Plan. 256).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημοφίλης: ῐ, ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐρημίαν, Ἀνθ. Π. 9. 396, Πλαν. 256.

Greek Monolingual

ἐρημοφίλης, ὁ (AM)
αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)
πρβλ. παιδο-φίλης].

Greek Monotonic

ἐρημοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ (φιλέω), αυτός που αγαπά την απομόνωση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημοφίλης: дор. ἐρημοφίλᾱς, ου ὁ любящий одиночество Anth.