εὐεπίβατος
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
ον,
A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.). II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.
Greek Monolingual
εὐεπίβατος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)
2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολία («εὐεπίβατος ἔρημος»)
4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός
5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].
Greek Monotonic
εὐεπίβᾰτος: -ον, ευπρόσβλητος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπίβᾰτος: легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).