ἡδύγλωσσος
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, ον,
A sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.
German (Pape)
[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].
Greek Monotonic
ἡδύγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύγλωσσος: только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий (βοά Pind.).