θεράπαινα

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεράπαινα Medium diacritics: θεράπαινα Low diacritics: θεράπαινα Capitals: ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Transliteration A: therápaina Transliteration B: therapaina Transliteration C: therapaina Beta Code: qera/paina

English (LSJ)

[ρᾰ], ἡ, fem. of θεράπων,

   A handmaid or female slave, Hdt.3.134, Pherecyd.Syr.2, And.1.64, X.Cyr.6.4.11, Men.141, etc.

German (Pape)

[Seite 1199] ἡ, Dienerinn, Magd, Andoc. 1, 64 Xen. Cyr. 6, 4, 11.

Greek (Liddell-Scott)

θεράπαινα: ἡ, θηλ. τοῦ θεράπων, ὑπηρέτρια, Ἡρόδ. 3. 134, Ἀνδοκ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11, Μένανδ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
servante, femme esclave.
Étymologie: fém. de θεράπων.

Greek Monolingual

η (Α θεράπαινα)
(θηλ. του θεράπων) υπηρέτρια («αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτήν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεράπων.

Greek Monotonic

θεράπαινα: ἡ, θηλ. της λέξης θεράπων, υπηρέτρια, πιστή δούλα, ακόλουθος, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θεράπαινα: (ρᾰ) ἡ служанка, прислужница Her., Xen.