θύμος

From LSJ
Revision as of 21:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμος Medium diacritics: θύμος Low diacritics: θύμος Capitals: ΘΥΜΟΣ
Transliteration A: thýmos Transliteration B: thymos Transliteration C: thymos Beta Code: qu/mos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A v. θύμον.
θύμος [perh. ῠ] (B), ὁ,

   A warty excrescence, Hp.Alim.17, Dsc.2.28, Paul.Aeg.6.71; esp. in the anal or genital regions, Gal.7.731.    II the thymus gland in the neck or breast of young animals, Ruf.Onom. 168, Gal.UP6.4.

German (Pape)

[Seite 1225] ὁ, auch θύμον, τό, 1) Thymian, Quendel (auch von θύω, entweder seines Wohlgeruchs wegen, od. weil das Reisig davon zuerst beim Verbrennen der Opfer gebraucht wurde, s. Philoch. Schol. Soph. O. C. 1001; Theophr. u. A. – Auch eine aus Thymian mit Honig u. Essig bereitete Speise, nach Schol. Ar. Plut. 253 ein Zwiebelgewächs, βολβός, ἀγριοκρόμμυον, 283 Pax 1153; Antiphan. bei Ath. II, 60 d Alex. ibd. XVI, 652 c; vgl. D. L. 6, 85. – 2) ein Fleischgewächs, Feigwarze, von der Aehnlichkeit mit den Blüthenknöpfchen des Thymian; sp. Medic.; Poll. 2, 218, vgl. 133. – 3) die Brustdrüse neugeborner Thiere, bei den Kälbern die Kälbermilch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θύμος: ὁ, ἴδε θύμον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
thym, plante ; p. ext. mélange de thym, de vinaigre et de miel, ou sel. d’autres, oignon sauvage, nourriture des pauvres, à Athènes.
Étymologie: θύω.

Spanish

tomillo

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ θύμος) θύμον
νεοελλ.
1. ζωολ. αδενικό παράγωγο του φάρυγγα τών σπονδυλοζώων, κν. γλυκάδι
2. ανατ. ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται πίσω από το στέρνο, είναι ανεπτυγμένος κατά τη βρεφική ηλικία, παραμένει στάσιμος κατά την παιδική και εξαφανίζεται κατά την εφηβική
μσν.-αρχ.
1. κρεατοελιά
2. ο θύμος αδένας, στο στήθος ή στον τράχηλο νεαρών ζώων, στο πάνω μέρος του μεσοπνευμόνιου χώρου.———————— (II)
ο (ΑΜ θύμος και θύμον, το)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λαιμιώδη της οικογένειας τών χειλανθών και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη, από τα οποία κυριότερο είναι το κοινό θυμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύμον.

Greek Monotonic

θύμος: ὁ, βλ. θύμον.

Russian (Dvoretsky)

θύμος: (ῠ) ὁ θύω I]
1) (= θύμον) тимьян Plut.;
2) кушанье из тимьяна, уксуса и меда (еда афинских бедняков) Arph., Crates ap. Diog. L.