ἴγδις
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mortar, Sol.39, Damocr. ap. Gal.14.130, Dsc.5.89,AP 9.642 (Agath.): cited as obsol. for θυεία by S.E.M.1.234:—the form ἴγδη in Hdn.Gr.2.523, Hp.Mul.1.103, Gal. l.c., Ps.-Democr.Alch. p.55 B. is prob. incorrect. II = sq., Antiph.127, Com.Adesp.140. (Cf. Lat. ico.)
German (Pape)
[Seite 1235] ιος, ἡ, altatt. = ἴγδη, Lob. zu Phryn. p. 165; Agath. 53 (IX, 642); vgl. Ath. IX, 406 a. – Eine Art Tanz, Antiphan. com. bei Poll. 10, 103.
Greek (Liddell-Scott)
ἴγδις: ἡ, θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Σόλων 38, Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 13. 904, Ἀνθ. Π. 9. 642· μνημονεύεται ὡς ἄχρηστον ἀντὶ θυεία ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἐν Ἱππ. 635. 34, Γεωπ. 9. 26, 4, ὑπάρχει ὁ τύπος ἴγδη, ὅστις ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ: ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 165, Πολυδ. Γ΄, 103. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, γύναι, πρός αὐλόν ἦλθες· ὀρχήσει πάλιν ἴγδιν Ἀντιφάνης ἐν «Κοροπλάθῳ»1.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
1 mortier à piler;
2 sorte de danse.
Étymologie: cf. ἴγδη.
Greek Monolingual
ἴγδις, -εως και ἴγδη, ἡ (Α)
1. το γουδί
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη].
Greek Monotonic
ἴγδις: ἡ, γουδί, σε Σόλωνα, Ανθ.