ἱεροπρεπής

From LSJ
Revision as of 22:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροπρεπής Medium diacritics: ἱεροπρεπής Low diacritics: ιεροπρεπής Capitals: ΙΕΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: hieroprepḗs Transliteration B: hieroprepēs Transliteration C: ieroprepis Beta Code: i(eropreph/s

English (LSJ)

ές,

   A bseeming a sacred place, person or matter, ὄνομα Pl.Thg.122e; τέχνη, of cookery, Men.130; κνῖσα Luc. Sacr.13; of persons, -έστατος τῶν προγεγενημένων X.Smp.8.40, cf. D.C.56.46, LXX 4 Ma.9.25, Ep.Tit.2.3. Adv. -πῶς Michel 163.21 (Delos, ii B.C.), Inscr.Prien.109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. Ap.1.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, πρόσωπονπρᾶγμα, σεβάσμιος, Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui convient à une personne ou à une chose sacrée, digne d’une personne ou d’une chose sainte.
Étymologie: ἱερός, πρέπω.

English (Strong)

from ἱερός and the same as πρέπω; reverent: as becometh holiness.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή
2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος.
επίρρ...
ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς)
με ιεροπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, μεγάλο-πρεπής].

Greek Monotonic

ἱεροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε ιερό χώρο, αξιοσέβαστος, ιερός, διαπρεπής, σεβάσμιος, σε Πλάτ., Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροπρεπής: 1) достойный священного места, приличествующий священным целям (κνῖσα Luc.; ἐν καταστήματι NT);
2) священный (ὄνομα Plat.).