καράκαλλον

Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[ρᾰ], τό,

   A hood, AP11.345, Edict.Diocl.26.120:—Dim. κᾰρᾱδοκ-κάλλιον, τό, Sammelb.7033.37 (v A.D.), PMasp.6ii64(vi A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1325] τό, dasselbe, Pallad. (IX, 345), caracalla, cuculla.

Greek (Liddell-Scott)

καράκαλλον: τό, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κουκοῦλα, κουκούλιον, Λατ. caracalla, Ἀνθ. Π. 11. 345.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de manteau avec capuchon.
Étymologie: κάρα ; cf. lat. caracalla.

Greek Monolingual

καράκαλλον, τὸ και καρακάλλα, ἡ (Α)
1. είδος κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με κουκούλα, το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη μέση τών μηρών, καπότα, κάπα
2. είδος κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caracalla. Τόσο η λ. όσο και το αντικείμενο είναι γαλατικής προελεύσεως].

Greek Monotonic

καράκαλλον: τό, κουκούλα, Λατ. caracalla, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καράκαλλον: τό (лат. caracalla) плащ Anth.