καταγορευτικός Search Google

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

ή, όν,

   A declaratory, definitive, D.L.7.70; περὶ τῶν κ., title of work by Chrysippus, ib.190.

German (Pape)

[Seite 1343] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von κατηγορικός unterschieden, D. L. 7, 70. 190.

Greek (Liddell-Scott)

καταγορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος ὡρισμένως περί τινος πράγματος, ὁριστικός, Διογ. Λ. 7. 70· περὶ τῶν καταγορευτικῶν, σύγγραμμά τι τοῦ Χρυσίππου, αὐτόθι 190.

Greek Monolingual

καταγορευτικός, -ή, -όν (Α) καταγορεύω
1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα
2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγορευτικός: филос. определительный Diog. L.