καταθνητός

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθνητός Medium diacritics: καταθνητός Low diacritics: καταθνητός Capitals: ΚΑΤΑΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: katathnētós Transliteration B: katathnētos Transliteration C: katathnitos Beta Code: kataqnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mortal, Il.5.402, h.Ap.464, etc.: fem., h.Ven. 39, 50.

German (Pape)

[Seite 1349] = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταθνητοὶ ἄνθρωποι; das fem., καταθνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάθνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.

Greek (Liddell-Scott)

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, Ἰλ. Ε. 402, κτλ.· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 39, 50.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mortel, périssable.
Étymologie: καταθνῄσκω.

English (Autenrieth)

mortal.

Greek Monolingual

καταθνητός, -ή, -όν (Α) καταθνήσκω
θνητός.

Greek Monotonic

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.

Russian (Dvoretsky)

καταθνητός: подвластный смерти, смертный (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).