κίκιννος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
[κῐκ], ὁ,
A ringlet, Cratin.353, Ar.V.1069 (lyr.; cf. Poll.2. <*>8), Theoc.11.10, 14.4, AP5.196 (Mel.), Gal.18(1).790.
German (Pape)
[Seite 1437] ὁ, gekräuseltes Haar, Haarlocke; Ar. Vesp. 1064; Eupol. bei Poll. 2, 28; Theocr. 14, 4 u. öfter in der Anth., z. B. Mel. 66 (V, 197).
Greek (Liddell-Scott)
κίκιννος: κῐ, ὁ, οὖλαι τρίχες, βόστρυχος, Λατ. cincinnus, Κρατ. ἐν Ἀδήλ. 96, Ἀριστοφ. Σφ. 1069 (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 28), Θεόκρ. 11. 10., 14. 4, Ἀνθ. Π. 5. 197.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
boucle de cheveux frisés.
Étymologie: DELG mot expressif sans étym. ; pê emprunt à une langue préhell.
Greek Monolingual
κίκιννος, ὁ (Α)
σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
Greek Monotonic
κίκιννος: [κῐ], ὁ, βόστρυχος, μπούκλα, Λατ. cincinnus, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κίκιννος: (ῐκ) ὁ локон, вьющаяся прядь Arph., Theocr., Anth.