νηκηδής

From LSJ
Revision as of 00:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκηδής Medium diacritics: νηκηδής Low diacritics: νηκηδής Capitals: ΝΗΚΗΔΗΣ
Transliteration A: nēkēdḗs Transliteration B: nēkēdēs Transliteration C: nikidis Beta Code: nhkhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A careless, f.l. in Epic. ap. Pl.Smp.197c.

Greek (Liddell-Scott)

νηκηδής: -ές, ἄφροντις, ἀμέριμνος, οὗτός (δηλ. ὁ Ἔρως) ἐστιν ὁ ποιῶν, ‘εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην, νηνεμίαν ἀνέμων, κοίτῃ δὲ ὕπνον νηκηδῆ’ Ποιητ. ἀνώνυμ. ἐν Πλάτ. Συμ. 197C.

Greek Monolingual

νηκηδής, -ές (Α)
ο χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος, αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κηδής (< κήδος «φροντίδα»), πρβλ. α-κηδής].

Russian (Dvoretsky)

νηκηδής: беззаботный, безмятежный (ὕπνος Plat. - v. l. ἐνὶ κήδει).