οἰκτρόγοος

From LSJ
Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτρόγοος Medium diacritics: οἰκτρόγοος Low diacritics: οικτρόγοος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΓΟΟΣ
Transliteration A: oiktrógoos Transliteration B: oiktrogoos Transliteration C: oiktrogoos Beta Code: oi)ktro/goos

English (LSJ)

ον,

   A wailing piteously, piteous, λόγοι Pl.Phdr.267c.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόγοος: -ον, ὁ ἐκφράζων οἰκτρὸν γόον, οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267C.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui gémit lamentablement.
Étymologie: οἰκτρός, γόος.

Greek Monolingual

οἰκτρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό-γοος, οξύ-γοος)].

Greek Monotonic

οἰκτρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτρόγοος: жалобно стонущий, жалобный (λόγοι Plat.).