ὁμόχρως
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ὁ, ἡ, -χρων, τό, gen. χρωτος, = foreg., Arist.GA749a22, Thphr.Sens.37, HP9.4.10, etc.
German (Pape)
[Seite 342] ωτος, = Vorigem, Sp.
Greek Monolingual
ὁμόχρως, -ων (Α)
ομόχρωμος, ομοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό-χρως, πολύ-χρως].
Russian (Dvoretsky)
ὁμόχρως: 2, gen. ωτος Arst. = ὁμὁχροος.