παρεκθλίβω
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ],
A jostle aside, Arist. Pr.932a13 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 513] von der Seite herausdrängen, pass., Arist. probl. 23, 5.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκθλίβω: [ῑ], ἐκθλίβω κατὰ μέρος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 5, 3. ἐν τῷ Παθ.
Greek Monolingual
Α
σπρώχνω, σκουντώ στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκθλίβω «πιέζω, εξωθώ»].
Russian (Dvoretsky)
παρεκθλίβω: (ῑ) теснить сбоку, оттеснять (τὰ ῥεύματα παρεκθλίβεται ἐν τοῖς ποταμοῖς Arst.).