περίαλλα
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
German (Pape)
[Seite 568] adv., s. περίαλλος.
Greek (Liddell-Scott)
περίαλλα: Ἐπίρρ., ἴδε περίαλλος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. περίαλλος (II).
Russian (Dvoretsky)
περίαλλα: adv.
1) преимущественно, особенно: π. δ᾽ ὁ Διόνυσος HH (боги развеселились), особенно же Дионис; τί ποτε π. κακῶν μέρος ἐξέλαχον; Arph. почему эти бедствия выпали именно мне на долю?;
2) чрезвычайно, ужасно (δύρομαι ὡς π. Soph.).