ποτηνός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ποτανός.
German (Pape)
[Seite 689] dor. ποτανός, fliegend, geflügelt, αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, unter den Vögeln, Pin, d. N. 3, 80; ποτανᾷ μαχανᾷ, 7, 22, u. öfter; διώκει ποτανὸν ὄρνιν, Aesch. Ag. 383.
Greek (Liddell-Scott)
ποτηνός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ποτανός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui vole, ailé.
Étymologie: πέτομαι.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. ποτανός.
Russian (Dvoretsky)
ποτηνός: I дор. ποτᾱνός 3 крылатый, пернатый (ὄρνις Aesch.; οἰωνοί Eur.).
II дор. ποτᾱνός ὁ птица Pind.