προσκερδαίνω

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκερδαίνω Medium diacritics: προσκερδαίνω Low diacritics: προσκερδαίνω Capitals: ΠΡΟΣΚΕΡΔΑΙΝΩ
Transliteration A: proskerdaínō Transliteration B: proskerdainō Transliteration C: proskerdaino Beta Code: proskerdai/nw

English (LSJ)

aor.

   A προσεκέρδᾱνα Plb.31.28.12, Aen.Gaz.Thphr. p.35 B.: pf. -κεκέρδηκα D.56.30:—gain in addition, D.l.c.; ὑγίειαν Plb. l.c.

German (Pape)

[Seite 769] (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προσκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προσκεκερδάγκασι gelesen wurde; προσεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκερδαίνω: κερδαίνω προσέτι, Δημ. 1292, 6, Πολύβ. 32. 14, 12.

French (Bailly abrégé)

gagner en outre.
Étymologie: πρός, κερδαίνω.

Greek Monolingual

Α κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ' ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ.
β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», Πολ.).

Greek Monotonic

προσκερδαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κερδίζω ακόμη περισσότερο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσκερδαίνω: сверх того приобретать (τι Dem., Polyb.).