πρότμησις

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότμησις Medium diacritics: πρότμησις Low diacritics: πρότμησις Capitals: ΠΡΟΤΜΗΣΙΣ
Transliteration A: prótmēsis Transliteration B: protmēsis Transliteration C: protmisis Beta Code: pro/tmhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προτέμνω)

   A waist or loins, where the body is drawn in, Il.11.424, Q.S.6.374; = ὀσφῦς, Poll.2.179, SIG1017.7 (Sinope, iii B.C.); but cf. EM691.18 (πρότμητιν is a variant in Sch.T Il.l.c.,cf.προτμῆτις Hsch., πρότμηστιν Phot.); προτμητόν· τὸν ὀμφαλόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, der Abschnitt oder Einschnitt in der Gestalt des Menschen über den Hüften, die Weichen, die Taille, die Gegend um den Nabel, Il. 11, 424 u. sp. D., wie Qu. Sm. 6, 374, auch in späterer Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πρότμησις: ἡ, (προτέμνω) ἡ ὀσφύς, καθ᾿ ἣν τὸ σῶμα συστέλλεται πρὸς τὰ ἔσω, Ἰλ. Λ. 424, Κόϊντ. Σμ. 6. 374. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότμησις· ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν τόπος»· ― κατὰ δὲ Σουΐδ.: «πρότμησιν, ὀμφαλόν, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἦτρον, διὰ τὸ πρῶτον τέμνεσθαι ἐν τοῖς βρέφεσι».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
taille, litt. coupe de la partie antérieure ou supérieure du corps.
Étymologie: προτέμνω.

English (Autenrieth)

(τέμνω): parts about the navel, Il. 11.424†.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
1. η πάνω από τους μηρούς περιοχή του ανθρώπινου σώματος, η μέση
2. η περιοχή γύρω από τον ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτέμνω. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι βρίσκεται γύρω από το σημείο όπου έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος].

Russian (Dvoretsky)

πρότμησις: εως ἡ нижняя часть живота Hom.