ῥινόν
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
τό,=
A ῥινός 11.1, hide, Il.10.155, AP9.328 (Damostr.). 2 = ῥινός 11.2, shield, Od.5.281, v. Sch.
German (Pape)
[Seite 844] τό, = ῥινός 3, der Schild, Od. 5, 281, s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνόν: τό, = ῥινὸς ΙΙ, 1, δέρμα, Ἰλ. Κ. 155, Ἀνθ. Π. 9. 328. 2) = ῥινὸς ΙΙ, 2, ἀσπίς, Ὀδ. Ε. 281, ἴδε Σχόλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 peau, cuir;
2 bouclier.
Étymologie: ῥινός.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. δέρμα
2. ασπίδα από δέρμα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός (ἡ) «δέρμα», με αλλαγή γένους, κατά τα ουδ.].
Greek Monotonic
ῥῑνόν: τό,
1. = ῥινός II. ακατέργαστο δέρμα ζώου, δορά, προβιά, δέρμα, τομάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. = ῥινός II. 2, ασπίδα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνόν: τό1) кожа, шкура (βοός Hom.);
2) щит Hom.