Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥιπίς

From LSJ
Revision as of 03:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑπίς Medium diacritics: ῥιπίς Low diacritics: ριπίς Capitals: ΡΙΠΙΣ
Transliteration A: rhipís Transliteration B: rhipis Transliteration C: ripis Beta Code: r(ipi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (ῥίψ)

   A fan for raising the fire, Ar.Ach.669,888; ῥ. δ' ἐγείρει . . Ἡφαίστου κύνας, i.e. the slumbering flames, Eub.75.7; πτερίνα ῥ. AP 6.306 (Aristo).    II lady's fan, Stratt.56, AP6.290 (Diosc.), D.H.7.9.    III = ῥίψ, Crates Com.13.    IV ῥιπίρ (prob. Elean)· ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἢ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῦρ καίουσι· καὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι, Hsch.; Elean ῥιπίρ also in Inscr.Olymp.718, perh. = δίσκος, quoit, unless it is a pr. n.    V ῥιπίς· τοῦ σκέλους τὸ ἀκροκώλιον, Hsch. [The acc. ῥιπῖδα occurs in AP6.306 (Aristo); but ῥιπίδα, -ίδι in Ar., etc.]

German (Pape)

[Seite 845] ίδος, ἡ, 1) der Fächer, um Feuer damit anzufachen; Ar. Ach. 641. 853; Eubul. bei Ath. III, 108 b; πτερίνα, Aristo 1 (VI, 306); dah. auch der Blasebalg. – 2) der Fächer, sich damit zu fächeln, abzukühlen; καi σκιάδιον, D. Hal. 7, 9; πρηεῖα, Diosc. (VI, 290). – Auch = ῥίψ, Matte, geflochtene Decke, Hesych. lakonisch ῥιπίς, der auch ῥιπίς durch τοῦ σκέλους τὸ ἀκροκώλιον erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑπίς: ἡ, (ῥίψ) φυσητήριον, ἀνεμιστήριον πρὸς ἔξαψιν τοῦ πυρός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 669, 888· ῥ. δ’ ἐγείρει.. Ἡφαίστου κύνας, δηλ. τὰς κοιμωμένας φλόγας, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 7· ῥ. πτερίνα Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. ῥιπίδιον γυναικός, Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 6, Διον. Ἁλ. 7. 9, Ἀνθ. Π. 6. 290. ΙΙΙ. = ῥίψ, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 6. [Ἡ αἰτ. ῥιπῖδα ἀπαντᾷ ἐν Ἀνθ. Π. 306, ὁ δὲ Δράκων 23 λέγει ὅτι αὕτη ἡ ποσότης ἦν κοινὴ παρ’ Ἕλλησιν· ἀλλὰ ῥιπίδα, -ίδι παρ’ Ἀριστοφ., κλ.].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
soufflet pour souffler le feu.
Étymologie: ῥίπτω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
είδος ψάθας, ῥίψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίψ, ῥιπός «ψάθα» + κατάλ. -ίς, -ίδος].

Greek Monotonic

ῥῑπίς: ἡ (ῥίψ
I. ανεμιστήρας, φυσερό για δυνάμωμα της φωτιάς, σε Αριστοφ.
II. γυναικεία βεντάλια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑπίς: ίδος и ῖδος ἡ
1) раздувальный мех Arph., Anth.;
2) веер: ῥ. πτερίνα Anth. веер из перьев.