συγκαθοσιόω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A consecrate together with, in Pass., J. AJ16.2.4, Plu.2.636e.
German (Pape)
[Seite 963] mit, zugleich weihen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθοσιόω: καθοσιῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 636Ε, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consacrer avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, καθοσιόω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθοσιόω: одновременно или совместно посвящать, приносить в виде жертвы Plut.