συνεκδρομή

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκδρομή Medium diacritics: συνεκδρομή Low diacritics: συνεκδρομή Capitals: ΣΥΝΕΚΔΡΟΜΗ
Transliteration A: synekdromḗ Transliteration B: synekdromē Transliteration C: synekdromi Beta Code: sunekdromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A running out together: metaph., following the same rule, analogy, A.D.Adv.142.9, Synt. 49.14, Simp. in Ph.274.25, Eust.341.22, EM66.52.

German (Pape)

[Seite 1012] ἡ, gemeinschaftliches Auslaufen, gemeinschaftlicher Ausfall u. Angriff, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκδρομή: ἡ, τὸ συνεκτρέχειν μεταφ., ὁ κατ’ ἀναλογίαν ἄλλης λέξεως σχηματισμός, Α. Β. 552, Εὐστ. 431. 23, Ἐτυμ. Μέγ. 66, 50-2., 44, 16· ἴδε ἀκαμαντοχάρμας.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος
2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό της ρημ. ενέργειας του ρ. συνεκτρέχω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος
2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό της ρημ. ενέργειας του ρ. συνεκτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκδρομή: ἡ грам. отклонение по аналогии, аналогическая неправильность.