συνεπικουφίζω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
A lighten at the same time, Plu.Cam.25, Gal.19.245. II help in relieving, Ph.2.364; raise aloft, metaph., τοῖς φρονήμασιν Plu.Eum.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικουφίζω: ἐπικουφίζω, ἐλαφρύνω συγχρόνως, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἀνακούφισιν, Φίλων 2. 364, Πλουτ. Εὐμέν. 9.
French (Bailly abrégé)
1 alléger en même temps;
2 aider à alléger.
Étymologie: σύν, ἐπικουφίζω.
Greek Monolingual
Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].
Greek Monolingual
Α
1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι
2. συντελώ στην ανακούφιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»].
Greek Monotonic
συνεπικουφίζω: μέλ. -σω,
I. ελαφρύνω κάποιον ή κάτι συγχρόνως, σε Πλούτ.
II. συμβάλλω στην ανακούφιση, ανακουφίζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικουφίζω: 1) одновременно облегчать: τοῖς φελλοῖς τὸ σῶμα σ. Plut. плыть с помощью пробкового пояса (досл. облегчать тело пробкой);
2) перен. помогать поднять, возбуждать, ободрять (τοὺς φύσει μικρούς Plut.).