συναποβάλλω
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
A lose at the same time, D.S.3.7, Plu.Phil.21:—Pass., Gal.14.588.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. βάλλω), mit od. zugleich abwerfen, verlieren, Sp., wie Plut. Philop. 21.
Greek (Liddell-Scott)
συναποβάλλω: ἀποβάλλω, «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ μέσον προτιμᾶται.
French (Bailly abrégé)
perdre en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποβάλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.
Russian (Dvoretsky)
συναποβάλλω: одновременно утрачивать, терять (μέρος τι τοῦ σώματος Diod.): συναποβεβληκέναι τὸ πρωτεύειν Plut. утратить первенство.