συναποβάλλω

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποβάλλω Medium diacritics: συναποβάλλω Low diacritics: συναποβάλλω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: synapobállō Transliteration B: synapoballō Transliteration C: synapovallo Beta Code: sunapoba/llw

English (LSJ)

   A lose at the same time, D.S.3.7, Plu.Phil.21:—Pass., Gal.14.588.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. βάλλω), mit od. zugleich abwerfen, verlieren, Sp., wie Plut. Philop. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συναποβάλλω: ἀποβάλλω, «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ μέσον προτιμᾶται.

French (Bailly abrégé)

perdre en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.

Russian (Dvoretsky)

συναποβάλλω: одновременно утрачивать, терять (μέρος τι τοῦ σώματος Diod.): συναποβεβληκέναι τὸ πρωτεύειν Plut. утратить первенство.