συμπότης
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ου, ο,
A fellow-drinker, boon-companion, Pi.O.1.61, Hdt. 2.78,173, E.Alc.343, Ar.Ach.1135, Antipho 2.1.4, Pl.Prt.347d, etc.
German (Pape)
[Seite 989] ὁ, Mittrinker, Theilnehmer am Trinkgelage, Gast; ἁλίκεσσι συμπόταις, Pind. Ol. 1, 61; συμπόταισιν ὁμιλεῖν, P. 6, 53; Ar. Lys. 1227; Eur. Alc. 344; Plat. Conv. 213 b u. öfter; Antiph. 2 α 4.
Greek (Liddell-Scott)
συμπότης: -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ πίνων, σύντροφος ἐν πότῳ, Ἡρόδ. 2. 78, 173, Πινδ. Ο. 1. 99, Εὐρ. Ἄλκ. 343, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1135, Ἀντιφῶν 115. 18, Πλάτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
convive.
Étymologie: συμπίνω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ
αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. οἰνο-πότης.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συμπότρια και συμπότις, ΝΜΑ
αυτός που πίνει συντροφιά με άλλον, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. οἰνο-πότης.
Greek Monotonic
συμπότης: -ου, ὁ (συμπίνω), αυτός που πίνει μαζί με άλλους, σύντροφος στο ποτό, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συμπότης: ου ὁ собутыльник, участник попойки или сотрапезник Pind., Her., Eur., Arph., Plat.