συμφιλέω

From LSJ
Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῐλέω Medium diacritics: συμφιλέω Low diacritics: συμφιλέω Capitals: ΣΥΜΦΙΛΕΩ
Transliteration A: symphiléō Transliteration B: symphileō Transliteration C: symfileo Beta Code: sumfile/w

English (LSJ)

   A love mutually, opp. συνέχθω, S.Ant.523.

German (Pape)

[Seite 991] (s. φιλέω), mit, zugleich od. gegenseitig lieben, Ggstz συνέχθειν, Soph. Ant. 523.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῐλέω: φιλῶ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου, οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν, δὲν εἶναι τοῦ χαρακτῆρός μου νὰ συμμισῶ, ἀλλὰ νὰ συναγαπῶ, Σοφ. Ἀντ. 523.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer ensemble ou mutuellement.
Étymologie: σύν, φιλέω.

Greek Monotonic

συμφῐλέω: μέλ. -ήσω, τρέφω αμοιβαία αγάπη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συμφῐλέω: вместе или взаимно любить: οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ σ. ἔφυν Soph. я рождена не для взаимной вражды, а для взаимной любви.