ταξίλοχος

From LSJ
Revision as of 04:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξίλοχος Medium diacritics: ταξίλοχος Low diacritics: ταξίλοχος Capitals: ΤΑΞΙΛΟΧΟΣ
Transliteration A: taxílochos Transliteration B: taxilochos Transliteration C: taksilochos Beta Code: taci/loxos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A commanding a λόχος or division, τ. λαῶν Arist. Pepl.9.

German (Pape)

[Seite 1068] eine Heerschaar ordnend, λαῶν, Arist. ep. (App. 9, 5).

Greek (Liddell-Scott)

ταξίλοχος: -ον, ὁ διοικῶν λόχον, ταξ. λαῶν Ἀνθολ. Π. παράρτ. 9. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui range ou dirige une troupe.
Étymologie: τάσσω, λόχος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + λόχος (πρβλ. ναύ-λοχος)].

Greek Monotonic

ταξίλοχος: -ον, αυτός που διοικεί λόχον ή μεραρχία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ταξίλοχος: ὁ начальник отряда, командир Anth.