ὑπέρχυσις
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
εως, ἡ,
A overflow, Eratosth. ap. Str.16.1.15, Plu.2.502a, Philum.Ven.20.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1204] ἡ, das Uebergießen, Ueberschwemmung, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρχῠσις: -εως, ἡ, ξεχείλισμα, ἡ πηγὴ ὑπερέκχυσιν εἰς τὸν ποταμὸν λαμβάνει, ἡ πηγὴ ὑπερχειλεῖ καὶ χύνεται εἰς τὸν ποταμόν, Στράβ. 743, Πλούτ. 2. 502Α, κλπ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
débordement, inondation.
Étymologie: ὑπερχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρχῠσις: εως ἡ1) разлитие (ὑγρῶν Plut.): ἐκ τῆς ὑπερχύσεως ἐννοήσας τὴν τοῦ στεφάνου μέτρησιν Plut. (Архимед), по вылившейся (воде) вычисливший объем короны;
2) (беспорядочное) слияние, смешение (παρατροπαὶ καὶ ὑπερχύσεις Plut.).