ὑμενώδης

From LSJ
Revision as of 05:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμενώδης Medium diacritics: ὑμενώδης Low diacritics: υμενώδης Capitals: ΥΜΕΝΩΔΗΣ
Transliteration A: hymenṓdēs Transliteration B: hymenōdēs Transliteration C: ymenodis Beta Code: u(menw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ὑμενοειδής, πόροι Arist.HA514a32; ὑστέραι ib.510b23; πλεύμων Id.PA669a34; [μήτρα] Thphr.HP1.6.1; τύπος, σῶμα, Sor.1.57,82; σύνδεσμοι, τένων, etc., Gal.UP1.15, 2.7, al.    II of liquids, full of membranous substances or fibres, οὖρον Hp.Coac.571.

German (Pape)

[Seite 1178] ες, zsgzgn statt ὑμενοειδής, Arist. H. A. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμενώδης: [ῠ], ες, = ὑμενοειδής, πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι αὐτόθι 3. 1, 23· πλεύμων ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, πλήρης ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, οὖρον Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123.

Greek Monolingual

-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδήςυμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.

Russian (Dvoretsky)

ὑμενώδης: Arst. = ὑμενοειδής.