χαλκέοπλος

From LSJ
Revision as of 05:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκέοπλος Medium diacritics: χαλκέοπλος Low diacritics: χαλκέοπλος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΠΛΟΣ
Transliteration A: chalkéoplos Transliteration B: chalkeoplos Transliteration C: chalkeoplos Beta Code: xalke/oplos

English (LSJ)

ον,

   A with arms or armour of brass, Δαναοί E.Hel. 693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκέοπλος: -ον, ὁ ἔχων ὅπλα ἢ ὁπλισμὸν ἐκ χαλκοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 693.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux armes d’airain, à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο)- (βλ. λ. χαλκο-) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ-οπλος, ῥίψ-οπλος].

Greek Monotonic

χαλκέοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκέοπλος: вооруженный медью (Δαναοί Eur.).