δάσμευσις

From LSJ
Revision as of 06:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσμευσις Medium diacritics: δάσμευσις Low diacritics: δάσμευσις Capitals: ΔΑΣΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: dásmeusis Transliteration B: dasmeusis Transliteration C: dasmefsis Beta Code: da/smeusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dividing, distributing, X.An.7.1.37.

German (Pape)

[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
distribución, división ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο X.An.7.1.37, cf. Hsch.

Greek Monolingual

δάσμευσις, η (Α)
διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δασμεύω < δασμός.

Greek Monotonic

δάσμευσις: -εως, ἡ (δασμός), μοίρασμα, διανομή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δάσμευσις: εως ἡ разделение, раздел Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling.