χρυσόπρυμνος

From LSJ
Revision as of 06:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπρυμνος Medium diacritics: χρυσόπρυμνος Low diacritics: χρυσόπρυμνος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: chrysóprymnos Transliteration B: chrysoprymnos Transliteration C: chrysoprymnos Beta Code: xruso/prumnos

English (LSJ)

ον,

   A with gilded poop, Plu.Ant.26, App.Praef.10.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Hintertheile, Plut. Ant. 26.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων κεχρυσωμένην πρύμναν, Πλουτ. Ἀντών. 26, Ἀππ. Προοίμ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poupe d’or.
Étymologie: χρυσός πρύμνα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].

Greek Monotonic

χρῡσόπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει επιχρυσωμένη πρύμνη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπρυμνος: с золоченой кормой (πορθμεῖον Plut.).