καλλιπάρῃος
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
German (Pape)
[Seite 1310] schönwangig; Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il. 1, 143 Od. 15, 123; παρθένος Ant. Th. 46 (IX, 96).
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπάρῃος: -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον Ἰλ. Α. 143· Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος Ὀδ. Ο. 123· Λητοῖ... καλλιπαρῄῳ Ἰλ. Ω. 607· ὅτ’ ἄγετο καλλιπάρᾳον ἢ καλλίπαχυν κόραν Βακχυλ. ΧΙΧ. 4 Blass. κτλ.· - καλλιπάρειος παρὰ Πολυδ. Β΄, 87.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles joues.
Étymologie: καλός, παρειά.
English (Autenrieth)
(παρειά): faircheeked.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπάρῃος: (πᾰ) с прекрасными ланитами (Χρυσηΐς Hom.; παρθένος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιπάρῃος -ον, Dor. καλλιπάρᾳος [καλός, παρειά] met fraaie wangen.