κακοπονητικός

From LSJ
Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπονητικός Medium diacritics: κακοπονητικός Low diacritics: κακοπονητικός Capitals: ΚΑΚΟΠΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kakoponētikós Transliteration B: kakoponētikos Transliteration C: kakoponitikos Beta Code: kakoponhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A unfit for toil, ἕξις Arist.Pol.1335b7.

German (Pape)

[Seite 1302] ή, όν, zu Strapatzen untauglich, ἕξις σώματος Arist. pol. 7, 14, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
peu propre à supporter la fatigue ou le travail.
Étymologie: κακός, πονέω.

Greek Monolingual

κακοπονητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῡ σώματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)].

Greek Monotonic

κᾰκοπονητικός: -ή, -όν (πονέω), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπονητικός: непригодный к перенесению тягот, невыносливый, слабосильный (ἕξις σώματος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπονητικός -ή -όν [κακός, πονέω] ongeschikt voor lichamelijk werk.