κατατιλάω

From LSJ
Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατῑλάω Medium diacritics: κατατιλάω Low diacritics: κατατιλάω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΛΑΩ
Transliteration A: katatiláō Transliteration B: katatilaō Transliteration C: katatilao Beta Code: katatila/w

English (LSJ)

   A make dirt over, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων, Ar.Av.1054, Ra.366:—Pass., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι Id.Av.1117; κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατετιλῆσθαι Artem.2.26.

Greek (Liddell-Scott)

κατατῑλάω: χέζω κατά τινος, κόπρον ἐκκρίνω διάρρυτον ἢ ὑγράν, «τσιλίζω ἢ τσιρλίζω» ἐπὶ τινος, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων ἀγαλμάτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1054, Βάτρ. 366· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιλῆσαι Ἀρτεμίδ. 2. 24.― Παθ., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1117· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιληθῆναι Ἀρτεμίδ. 2. 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
embrener.
Étymologie: κατά, τιλάω.

Greek Monotonic

κατατῑλάω: μέλ. -ήσω, βρωμίζω ολόγυρα, με γεν., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατατῑλάω: загаживать (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τιλάω onderpoepen, met gen.