κευθμός

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κευθμός Medium diacritics: κευθμός Low diacritics: κευθμός Capitals: ΚΕΥΘΜΟΣ
Transliteration A: keuthmós Transliteration B: keuthmos Transliteration C: kefthmos Beta Code: keuqmo/s

English (LSJ)

ὁ, = sq., Il.13.28 (pl.), Lyc.317, Call.Jov.34.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, dasselbe; Il. 13, 28; Callim. Iov. 34; bei Strab. XI, 495 als v. l.

Greek (Liddell-Scott)

κευθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ν. 28, Λυκόφρ. 317.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. κευθμών.

English (Autenrieth)

lair, pl., Il. 13.28†.

Greek Monolingual

ο (Α κευθμός) κεύθω
νεοελλ.
αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων
αρχ.
κευθμών, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά.

Greek Monotonic

κευθμός: ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κευθμός: ὁ Hom. = κευθμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κευθμός -οῦ, ὁ [κεύθω] schuilplaats.