κίχλη
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
[ῐ by nature], ἡ,
A thrush (a generic term, including various species, Arist.HA617a18), κ. τανυσίπτεροι Od.22.468, cf. Ar.Av.591, etc.:—Dor. κιχήλα Epich.157, Ar.Nu.339:—late Gr. κίχλα Alex. Tralk.1.10, Gp.15.1.19. II sea-fish, a species of wrasse, Epich. 60, Antim. ap. Ath.7.304e ('Antiphanes' codd.), Diocl.Fr.135, Arist. HA598a11, Nic.Fr.59, Numen. ap. Ath.7.305c, Opp.H.1.126, 4.173: later κίχλα, Alex.Trall.1.15.
German (Pape)
[Seite 1444] ἡ, 1) Drossel, Krammetsvogel; κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι Od. 22, 468; Ar. Av. 591 u. Folgde; vgl. Arist. H. A. 9, 20 u. Ath. II, 64 f; Sp. auch κίχλα, vgl. κιχήλα. [Die erste Sylbe ist kurz bei Telecl. Ath. VI, 268 c.] – 2) auch ein Meerfisch von ähnlicher Farbe; Arist. H. A. 8, 13; Ath. VII, 305 b.
Greek (Liddell-Scott)
κίχλη: ῐ φύσει, ἡ, «τσίχλα», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς τρία εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. κιχήλα, Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. ἰχθὺς θαλάσσιος labrus, κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grive, oiseau.
Étymologie: DELG apparenté à χελιδών.
English (Autenrieth)
thrush, pl., Od. 22.468†.
Greek Monotonic
κίχλη: (ῐ φύσει), ἡ, το πτηνό «τσίχλα», Λατ. turdus, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κίχλη: ἡ1) дрозд Hom., Arph., Arst., Plut.;
2) рыба (предполож.) губан Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίχλη -ης, ἡ lijster (vogel).