κηροχυτέω
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A mould as in wax, Ar.Th.56 (anap.); κηροχυτεῖ τὰν ψυχάν Hippod. ap. Stob.4.1.94.
German (Pape)
[Seite 1434] Wachs schmelzen und formen, aus Wachs bilden, Ar. Th. 56; von den Bienen, Plat. ep. 29 (Plan. 210).
Greek (Liddell-Scott)
κηροχῠτέω: σχηματίζω ὡς ἐκ κηροῦ ἢ ἐν κηρῷ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 56· ― ἐπὶ τῶν μελισσῶν, κατασκευάζω κυψέλας ἐκ κηροῦ, Ἀνθολ. Πλαν. 4. 210.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 fondre de la cire et la façonner;
2 modeler comme avec de la cire.
Étymologie: κηρόχυτος.
Greek Monotonic
κηροχῠτέω: κατασκευάζω κυψέλες από κερί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κηροχῠτέω: лепить (словно) из воска (sc. νέας ἁψῖδας ἐπῶν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηροχυτέω [κηρόχυτος] in was boetseren.