περιναιέτης

From LSJ
Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιναιέτης Medium diacritics: περιναιέτης Low diacritics: περιναιέτης Capitals: ΠΕΡΙΝΑΙΕΤΗΣ
Transliteration A: perinaiétēs Transliteration B: perinaietēs Transliteration C: perinaietis Beta Code: perinaie/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one of those who dwell round, neighbour, Il.24.488, A.R.4.470.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.

Greek (Liddell-Scott)

περιναιέτης: -ου, ὁ, περίοικος, γείτων, Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. περικτίονες. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite alentour.
Étymologie: περί, ναίω¹.

English (Autenrieth)

neighbor, pl., Il. 24.488†.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιναιετώ
περίοικος, γείτονας.

Greek Monotonic

περιναιέτης: -ου, ὁ (ναίω), ένας από αυτούς που διαμένουν τριγύρω, γείτονας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

περιναιέτης: ου ὁ окрестный житель, сосед Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιναιέτης -ου, ὁ [περιναίω] omwonende.