πειρατέον

From LSJ
Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρᾱτέον Medium diacritics: πειρατέον Low diacritics: πειρατέον Capitals: ΠΕΙΡΑΤΕΟΝ
Transliteration A: peiratéon Transliteration B: peirateon Transliteration C: peirateon Beta Code: peirate/on

English (LSJ)

   A one must attempt, c. inf., Pl.R. 453d, Arist. EN1166b28, etc.; π. εἶναι Isoc.5.58 :—also πειρ-τέα, Pl.Lg. 770b.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - ὡσαύτως -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β.

Greek Monotonic

πειρᾱτέον: ρημ. επίθ. του πειράω, αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειρατέον, adj. verb. van πειράω, er moet geprobeerd worden.