πεπερημένος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
A v. πέρνημι.
Greek (Liddell-Scott)
πεπερημένος: ἴδε περάω (Β).
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de περάω².
English (Autenrieth)
see περάω.
Greek Monotonic
πεπερημένος: μτχ. Παθ. παρακ. του περάω (Β).
Russian (Dvoretsky)
πεπερημένος: эп. part. pf. pass. к περάω II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεπερημένος -η -ον ep. ptc. perf. med.-pass. van πέρνημι.