προσείδομαι
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
Russian (Dvoretsky)
προσείδομαι: pass. к * προσείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσείδομαι gelijken op.