στράπτω

From LSJ
Revision as of 08:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράπτω Medium diacritics: στράπτω Low diacritics: στράπτω Capitals: ΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: stráptō Transliteration B: straptō Transliteration C: strapto Beta Code: stra/ptw

English (LSJ)

rarer and later for ἀστράπτω,

   A lighten, flash, S.OC1515, A.R.1.544; metaph., νοεραῖς σ. τομαῖς Dam.Pr.122.    2 c. acc. cogn., αἴγλην Orph.H.19.2; μαρμαρυγήν Opp.C.3.349.

German (Pape)

[Seite 950] = ἀστράπτω, blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.

Greek (Liddell-Scott)

στράπτω: μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ ἀστράπτω, Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ αὐτόθι 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.

French (Bailly abrégé)

éclairer, lancer des éclairs.
Étymologie: cf. ἀστράπτω.

Greek Monolingual

Α
ἀστράπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀστράπτω, χωρίς προθεματικό - (πρβλ. ἀστεροπή: στεροπή)].

Greek Monotonic

στράπτω: μέλ. -ψω, = ἀστράπτω, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στράπτω: (= ἀστράπτω
2) блистать, сверкать Soph., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράπτω [~ ἀστήρ] bliksemen, flitsen.