συμπάθησις

From LSJ
Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάθησις Medium diacritics: συμπάθησις Low diacritics: συμπάθησις Capitals: ΣΥΜΠΑΘΗΣΙΣ
Transliteration A: sympáthēsis Transliteration B: sympathēsis Transliteration C: sympathisis Beta Code: sumpa/qhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sympathy, Hp.Praec. 14.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, = συμπάθεια, Hippocr.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμπαθῶ
συμμετοχή στον ξένο πόνο, συμπάθεια.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμπαθῶ
συμμετοχή στον ξένο πόνο, συμπάθεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπάθησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμπάθησις [συμπαθέω] het meevoelen, medeleven. Hp.